- στρουθισμός
- στρουθ-ισμός, ὁ,A cleansing with στρούθειον, PHolm.15.1, 25.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθισμός — cleansing with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθισμός — ὁ, Α [στρουθίζω] καθαρισμός που γίνεται με τη χρήση τού φυτού στρούθειον*, τού σαπουνόχορτου … Dictionary of Greek